Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Η ΠΙΟ ΖΕΣΤΗ ΑΓΚΑΛΙΑ




Η πιο ζεστή αγκαλιά.
   Παραμύθι
12/11/2017
Μια φορά κι ένα καιρό 
στην πλαγιά ενός καταπράσινου βουνού 
σ´ ένα μεγάλο δάσος γεμάτο με πολλά δέντρα, 
γεμάτο με πολλά ζωάκια με πολλά πουλάκια
και με πάρα πολλά μα πάρα πολλά χρώματα, 
εκεί ανάμεσα στ´ άλλα τα δέντρα ζούσαν ευτυχισμένα 
μια οικογένεια από έλατα,ο μπαμπάς η μαμά 
κι ο μικρός ελατούλης.
Πόσο ευτυχισμένος ήταν μέσα στο καταπράσινο δασός,
εκτός από τα παιχνίδια,εκτός από τους φίλους του τ´ άλλα δεντράκια 
εκτός απ´ τα υπέροχα χρώματα που είχε αυτό το μαγικό δάσος 
ανάλογα την ώρα της ημέρας,  είχε το πολυτιμότερο  στον κόσμο 
μια μεγάλη αγκαλιά αγάπης απ´ την μαμά ελατίνα 
κι ένα χαμόγελο ευτυχίας απ´ τον μπαμπά έλατο. 
Το μόνο, ναι το μόνο μα που δεν έδινε και πολύ σημασία 
ήταν μερικές φορές 
που ήθελε να φύγει λίγο  να παει  να ´κει λίγο πιο μακρυά,
να δει πως ήταν κι ο άλλος  κόσμος.  
Εκτός απ´ τα ζωάκια και τα πουλάκια μερικές φορές έβλεπε
και κάτι κυνηγούς με κάτι τεράστια όπλα,
να τρυγυρνούνε ανάμεσα στα δέντρα και αυτό λίγο το φόβιζε 
το ελατάκι μας, τον ελατούλη. 
Έτσι όταν  φοβόταν άπλωνε τα κλαδακια του 
και χωνότανε μέσα στα τεράστια κλαδιά της μαμάς του,
που όλο αγάπη θρόιζαν
τον χάιδευαν κι έλεγαν :Σ´ αγαπώ μικρούλη
μην φοβάσαι, εγώ θα ´μαι πάντα εδώ κοντά σου,
μέχρι να μεγαλώσεις,να γίνεις ενα τεράστιο έλατο
να σε θαυμάζουν και να σε φοβούνται όλοι    
κι εκείνο χαμογελούσε όλο ευτυχία. 
Πλησίαζαν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς 
το χιόνι ήδη έχει απλώσει τις άσπρες φτερούγες του
πάνω στην πλαγιά του βουνού κι όλο το δάσος είχε ασπρίσει,
τα έλατα είχαν φορτωθεί με χιόνι κι η γη ήταν κάτασπρη.
Ο ελατούλης κάθε μέρα έπαιζε 
με κάτι χιονανθρώπους που είχαν γίνει με τα χρόνια
αλλού σε μακρινές χώρες και κρυβόταν μέσα στο δάσος. 
Βγήκαν πάλι όλο ομορφιά κάτασπροι 
με κόκκινους κίτρινους μπλε σκούφους
με κασκόλ με πολλά χρώματα 
και με χαμόγελα στολισμένοι με ομορφιά  χαρούμενοι 
να παίζουν ανάμεσα στα έλατα   
και να λένε τις δίκες τους ιστορίες για κάτι  σπίτια 
και κάτι μαγικά χεράκια παιδικά που τους είχαν φτιάξει.
Για πρώτη φορά τα άκουγε ο μικρός ελατούλης 
τις ιστορίες και τις περισσότερες φορές που μιλούσε
με τον πιο μικρο χιονάνθρωπο τον φίλο του τον ασπρούλη
του έλεγε ότι οι γιορτές των Χριστουγέννων 
ήταν όλο φως ελπίδα και χαρά για τους ανθρώπους 
που ζούσαν  στα μακρινά χωριά, σε όμορφα σπίτια .
Τέτοιες ιστορίες μάγευαν τον μικρο ελατουλη 
και τα βράδια πάντα πριν να κοιμηθεί  τις σκεφτόταν. 
Μια μέρα ένα πρωινό , ωωω τι μεγάλη καταστροφή ! 
Άνθρωποι μπήκαν στο δάσος κι έκοβαν,  
τα πιο όμορφα δέντρα τα πιο όμορφα έλατα  ,
να τα στολίσουν έλεγαν στον έξω κόσμο 
για να γιορτάσουν.
Ωωω πόσος πόνος, το πιο όμορφο έλατο 
ήταν η μαμά του ελατουλη η ελατίνα 
και το πιο μεγάλο ο μπαμπάς του  ο έλατος  
και τα ´κοψαν και τα δυο...  
Άκουγε  φοβισμένο το ελατακι ότι  η μαμά του,
θα στόλιζε δίπλα στο τζάκι ενός σπιτιού με πολλά παιδάκια 
ένα σαλόνι
κι μπαμπάς του την πλατεία του χωριού και
θα ´ταν όλοι περήφανοι για ένα τόσο μεγάλο έλατο.
Κλαίγοντας, έμεινε μόνος ο μικρός ελατουλης 
ένιωσε μεγάλη απογοήτευση μέσα σ´ ένα τεράστιο δάσος 
με το χιόνι να πέφτει σαν να προσπαθούσε
να καλύψει την ασχήμια που ένιωθε  ο μικρός
και την λύπη. 
Πρέπει να μπορέσω να πάω κι εγώ  
σκεφτόταν κι ευχόταν ο μικρούλης, πρέπει να ´μαι κοντά τους, 
μα οι ρίζες του ήταν χωμένες βαθιά στο χώμα.  
Ξέρω το χωριό που θα τους πάνε του είπε ο ασπρούλης
ο χιονάνθρωπος, αναγνώρισα  ανθρώπους  απ´ το χωριό 
που έφτιαξαν έμενα τα μικρά παιδιά.
Μια ελπίδα φώτισε το μικρο έλατο σαν μαγικό φως  
σαν ένα αστέρι από ψηλά να τον έλουσε με χρώματα  
και νομίζω ότι σχηματίστηκε ένα χαμόγελο 
στον μικρο μας ελατουλη, 
ναι θα πάω ναι θα πάω να τους βρω
να μην είναι κι αυτοί μόνοι κι εγώ μόνος τις γιορτές.
θα με πας ;Θα με οδηγήσεις στο χωριό, 
ρώτησε τον ασπρούλη κι εκείνος μ´ ένα πονηρό χαμόγελο
έγνεψε ναι. 
Ναι, οι δυο μας θα πάμε ν´ αλλάξουμε  τον κόσμο
θα πάμε μόνοι μας ένα τόσο μεγάλο ταξίδι  χωρίς να το ξέρει κανείς. 
Έτσι μερικά βράδια πριν απ´ τα Χριστούγεννα, 
αφού είχαν ετοιμαστεί για το ταξίδι ξεκίνησαν για το χωριό 
να βρούνε τον μπαμπά έλατο και την μαμά ελατίνα. 
Ήταν μακρύς ο δρόμος μα όλο εκπλήξεις, το τοπίο άλλαζε συνέχεια
 μπορεί να ήταν διαφορετικό μα είχε πολύ ενδιαφέρον 
μόνο που προχωρούσαν πολύ αργά,  
γιατί οι ρίζες από το ελατουλη δεν τον βοηθούσαν και πολύ
κι ο μικρός μας χιονάνθρωπος κουραζόταν  ζεσταινόταν 
και έλιωναν τα πόδια του κι
έπρεπε να περιμένει κι αυτός να  δυναμώσει με χιόνι. 
Έτσι μετά από πολλές μέρες, βράδυ Χριστουγέννων 
έφτασαν στο μικρο χωριό.
Ήταν πανέμορφο,
μαγικά στολισμένο όλο φώτα, δέντρα διάφορα λαμπάκια, 
όμορφες αυλές στολισμένες και στην πλατεία του χωρίου
ο μπαμπάς έλατος ψηλός φορτωμένος με στολίδια ,
χαρούμενος που τελικά έδωσε  αυτός την ομορφιά του 
και σκόρπισε την ευτυχία σ όλο το χωριό
να τον θαυμάζει, 
έτρεξε κοντά του ο ελατουλης και τον φίλησε 
κι εκεί απέναντι σ´ ένα σπίτι  με όμορφη αυλή
με κόκκινες γλάστρες , γεμάτες όμορφα φυτά με στολίδια
πίσω από ένα μεγάλο παράθυρο, μέσα στο σπίτι η μαμά ελατίνα,
πανέμορφη στολισμένη να ομορφαίνει με την λάμψη της 
τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων, 
αυτές τις μαγικές νύχτες των γιορτών.
Ήταν αργά όλοι είχαν κοιμηθεί κιι ο μικρός ελατουλης
άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σπίτι  
έτρεξε και αγκάλιασε την μαμά ελατίνα 
κι όλο χαρά κι οι δυο έμπλεξαν τα κλαδιά τους 
και ήταν σαν το μαγικό φως να τους έκανε ένα,  
ναι ήταν σαν να τα φόρεσε κι ο ελατουλης
 αυτά τα μαγικά στολίδια, 
Είναι τιμή ομορφιά και θυσία να αγγίζεις τις ψυχές 
των μικρών παιδιών και να τα μαγεύεις με την ομορφιά σου 
του είπε η μαμά του  μέσα στην ζεστή αγκαλιά της,
είμαι  ευτυχισμένη  και τόσο όμορφα στολισμένη
θα με θυμάσαι πάντα έτσι , και  θα είσαι ευτυχισμένος 
του έλεγε και τον έσφιγγε μέσα στην αγκαλιά της
την πιο ζεστή αγκαλιά του κόσμου...
Ω τα όνειρα  της ευτυχίας πολλές φορές τα έχουμε μέσα μας 
όταν ο σκοπός της ζωής και της σκέψης ολοκληρώνεται  
κι η μαγεία του αύριο δεν αφήνει ένα πληγωμένο 
τώρα να μας κάνει να λυπηθούμε μα μόνο να χαρούμε . 
Σφίξε με μανούλα στην αγκαλιά σου έλεγε ο ελατούλης,
είναι η πιο ζεστή αγκαλιά του κόσμου  
κι έσφιγγαν τα κλαδιά τους πιο δυνατά …
Παφ μια χιονόμπαλα έπεσε πάνω στον ελατουλη κι άλλη κι άλλη
το χιόνι έπεφτε δυνατό κι ο ασπρούλης ο χιονάνθρωπος
του πετούσε χιονόμπαλες και του φώναζε ξύπνα ξύπνα,
είναι Χριστούγεννα, ξύπνα ελατούλη κι έχω να σου πω νέα.
Σήμερα το βράδυ άκουσα μια μαγική φωνή 
κι ένα μαγικό γέλιο χοχοχο κι ένα δυνατό φως
λουσμένο σε κόκκινες και χρυσές αποχρώσεις 
πέρασε από πάνω μας.   
Εσύ κοιμόσουν κι  εγώ το κοίταγα λίγο τρομαγμένος 
μου φάνταζε λίγο μαγικό,    
έλα να παίξουμε  φώναζε ο άταχτος ασπρουλης   
και ο μικρός ελατούλης τον κοίταζε περίεργα  
νωχελικά μ´ αγάπη,  
ναι θα έρθω φώναξε ετοιμάσου ...
Σκέφτηκε 
όλα αυτά που είχε ζήσει εκείνο το βράδυ,  
την πιο όμορφη αγκαλιά του κόσμου 
και ναι εκεί κοντά στα στολίδια    
στην όμορφη ελατίνα μαμά του
είδε κι αυτός εκείνον τον κόκκινο άνθρωπο,
με τα άσπρα γένια που όλο χαρά χαμογελούσε 
κι έφερνε δώρα στα μικρά παιδιά. 
Έφερε  και στον μικρο  ελατουλη ένα, το μεγαλύτερο 
γιατί τώρα ήξερε και γιατί τώρα ένιωσε, 
ότι ποτέ δεν θα ξεχνούσε την πιο γλυκιά αγκαλιά του κόσμου 
την βραδιά των Χριστουγέννων, 
ή μήπως όλα ήταν ένα όνειρο...
Γύρισε κοίταξε ο μικρός ελατούλης την μαμά ελατίνα 
του και τον μπαμπά του τον έλατο,  
φορτωμένοι κι αυτοί μες το χιόνι πανέμορφοι
κι όλο χαρά φώναξε : 
Πάω να παίξω χιονοπόλεμο με τον ασπρούλη, σας αγαπώ πολύ. 
Εκείνοι  τον κοίταξαν χαμογελαστοί  κι όλο περηφάνια, 
πόσο όμορφος είναι ο μικρός ελατουλης
άραγε έχει κι άλλους φίλους που εμείς δεν τους ξέρουμε 
κοιτάχτηκαν κι αναρωτήθηκαν...
Το χιόνι έπεφτε, έπεφτε απαλό στριφογυρίζοντας 
πάνω απ´ ένα κατάλευκο ουρανό , στις ψυχές μας ...
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ 
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΘΗΝΑ ΚΛΑΨΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ                                 Παραμύθι Κοίταξε , κοίταξε , εκεί ...