Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΤΙΤΣΕΣ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ: ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΤΙΤΣΕΣ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


       Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σ’ ένα όμορφο δάσος γεμάτο με τεράστια δέντρα, που το καλοκαίρι ήταν καταπράσινα και τον χειμώνα γίνονταν χρυσά και κόκκινα,  μέσα σε μια τεράστια σπηλιά που ήταν κρυμμένη

απ' τα θεόρατα δέντρα , που ζούσαν εκατοντάδες χρόνια. Να φανταστείτε ότι άλλα ήταν εκεί δυο αιώνες,

άλλα ήταν τρεις αιώνες, άλλα δέκα αιώνες κι άλλα είχαν γεννηθεί πριν από μήνες, μέρες ή χρόνια.

    Λοιπόν μέσα σ' αυτό το πυκνό πανέμορφο δάσος, μέσα σε μια σπηλιά ζούσε μια οικογένεια από φωτιές

που ήταν οι φύλακες της νύχτας. Ήταν οι φωτιές που μόλις σουρούπωνε κι έφευγε η μέρα κι ερχόταν το βραδάκι

αυτές έτρεχαν γρήγορα γρήγορα προς τον ουρανό κι άναβαν όλα τα κεράκια τ' ουρανού κι όλα τα αστέρια κι όλους τους πλανήτες για να φωτίζει ο ουρανός τη γη και το βράδυ να 'ναι φωτεινό κι όχι θεοσκότεινο.

Αιώνες πολλοί, χιλιετηρίδες πολλές είχαν αυτή την δουλειά αυτές οι μαγικές φωτιές μέσα στο δάσος της ζωής με τα θεόρατα πλατάνια, τα υπέροχα κυπαρίσσια, τα πανέμορφα έλατα, τις καστανιές, τις μηλιές και τ' άλλα θεόρατα ή παράξενα δέντρα, τους κισσούς και τις φτέρες, τ' αγριολούλουδα , που πολύχρωμα στην εποχή τους έπαιζαν στην φύση με τα χρώματα το πιο όμορφο σκοπό της ζωής, την μουσική των χρωμάτων.

      Ω! τι δάσος  μαγικό, που ζούσαν μέσα σ' αυτό Θεοί και νεράιδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, ξωτικά και μάγισσες, Κένταυροι κι άνθρωποι, γίγαντες κι όλα τα μικρά και μεγάλα ζωάκια και πουλιά του κόσμου.

Όλα αυτά προσπαθούσαν να 'χουν κρυμμένες καλά τις φωτίτσες να μην τις βρουν τίποτε δαίμονες του κακού

και τις κλέψουν κι αλλάξουν τις τύχες και την σειρά όλου του κόσμου. Έναν κόσμο που την μέρα τον φώτιζαν πολλοί ήλιοι και το βράδυ οι φωτιές του δάσους.

    Οι πιο μικρές απ' αυτές ήταν η Χρύσα κι η Αστραπή, που δεν είχαν πάει καμία φορά ν' ανάψουν τ' αστέρια στον ουρανό, μόνο διάβαζαν παραμύθια κι άκουγαν ιστορίες απ' τις άλλες μεγάλες φωτιές για το πως άναβαν τα αστέρια και πως όλοι οι δρόμοι τ' ουρανού έδειχναν πως γινόταν μόνο τα καλά...  Οι φωτιές ήξεραν και πολλά παραμύθια, ένα από τα πιο αγαπημένα ήταν για το μικρό παπλωματάκι ,που έσωσε ένα αγόρι κάποιον χειμώνα κι αυτό το αγόρι έγινε ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου, έναν άνθρωπο που αγαπάνε όλα τα παιδιά.

      Η Χρύσα κι η Αστραπή  ήθελαν να γνωρίσουν το μικρό παπλωματάκι  .Έτσι ένα βράδυ με χιόνι πολύ οι δυο μικρές φωτίτσες έβαλαν επάνω τους ένα μαγικό ρούχο από καρβουνόσκονη κι ραμμένο ασήμι για να μην φαίνονται και βγήκαν βόλτες πάνω στη χιονισμένη γη μακριά απ' το δάσος και την σπηλιά τους ...Ήταν η πρώτη βόλτα απ' τις μικρές φωτιές κι όλα ήταν μαγικά, όμορφα, πρωτόγνωρα. Τα δέντρα κι η γη κάτασπρα απ' το χιόνι κι ένα φεγγάρι μακριά να παίζει μαζί με τ' αστέρια, που 'χαν ανάψει οι μεγάλες φωτιές και να δίνει παράξενα χρώματα στους τόνους του λευκού πάνω στην γη. Ω ! τι υπέροχα ήταν. Μόνο οι μικρές φωτιές ξεχώριζαν καθώς έτρεχαν πότε πάνω πότε κάτω χορεύοντας και γελώντας. Η απόλυτη ελευθερία, η χαρά και τα εξαίρετα του κόσμου που έβλεπαν για πρώτη φόρα τις έκαναν πολύ ευτυχισμένες.

     Ώσπου κάπου μακριά είδαν ένα γέροντα να φεύγει κουρασμένος. Ήταν τέλος της χρονιάς. Αύριο θα ερχόταν ένας νέος χρόνος. Ναι, ο γέρος, ήταν ο παλιός χρόνος με κάτασπρα γένια, κουρασμένος και λυπημένος που έφευγε πάνω απ' την γη που τόσο είχε αγαπήσει. Οι δυο φωτιές όταν τον είδαν κρύφτηκαν πίσω απ' τα δέντρα και φοβήθηκαν να τον πλησιάσουν.   Μα έβλεπαν πόσο πελώριος ήταν ! Πόσο όμορφος  με μια κάτασπρη καθαρή γενειάδα και μάτια λαδιά που έλαμπαν από καλοσύνη και δύναμη. Τόσο γερασμένος μα προχωρούσε ακόμη με θάρρος  μέχρι την τελευταία μέρα μέχρι την τελευταία ώρα, το τελευταίο λεπτό που θα ερχότανε ο νέος χρόνος κι αυτός θα εξαφανιζόταν  μαγικά προς τους ουρανούς. Εκεί πίσω απ' τις χρυσές Δύσεις του κόσμου, για πάντα ...

    Τι κρίμα τόση σοφία τόση εμπειρία να χανότανε με τον παλιό τον χρόνο! Τι μαγική νύχτα! Όλα ήταν τόσο όμορφα ! Ξαφνικά ακούστηκε ένα τραγούδι  από μια υπέροχη φωνή. Οι δυο φωτιές δεν πίστευαν στα μάτια τους και στα αυτιά τους . Δίπλα στον γερο χρόνο ήταν το παπλωματάκι των Χριστουγέννων. Τον κρατούσε από το χέρι και προχωρούσαν μαζί προς την τελευταία ώρα.  Ήταν τόσο λευκό σαν το χιόνι και δεν ξεχώριζε απ' αυτό. Μα ήταν εκεί. Ήταν εκεί δίπλα στο γερο χρόνο και τραγουδούσε και τους κοίταζαν τ' αστέρια και το φεγγάρι .

      Πλησίαζε δώδεκα και το παπλωματάκι συνταξίδευε σ' ένα καινούριο κόσμο. Αποχαιρετούσε τον παλιό τον χρόνο και τραγουδούσε, Θεέ μου τραγουδούσε  ένα τραγούδι να τον αποχαιρετήσει, σαν κάλαντα ήταν. Ναι , ήταν μόνο γι' αυτόν. Ένα δάκρυ είδαν να τρέχει απ' τα  μάτια του   κι ένα χαμόγελο ευχαρίστησης που τον συνόδευε το μικρό παπλωματάκι.

- Μα κοίτα, είπε η Χρύσα στην Αστραπή. Κοίτα...

Βγήκαν και κάποια ζώα του δάσους και περπατάνε μαζί τους. Ω ! Θεέ μου κι άλλα πολλά... Ελάφια, ζαρκάδια, αλεπούδες και λύκοι, αρκούδες, πάπιες κι αετοί, γεράκια και κουκουβάγιες, κάστορες και σκαντζόχοιροι. Θεέ μου μια συνοδεία μαγική που τραγουδούσε μαζί με το παπλωματάκι... 

       Πόσο υπέροχα ήταν όλα! Οι φωτίτσες, η Χρύσα και η Αστραπή , έβγαλαν την καρβουνόσκονη από πάνω τους και την ασημένια στολή κι αμέσως πέταξαν προς τα πάνω. Σχημάτισαν ουρές χρυσές απ' την φωτιά στον σκοτεινό ουρανό κι άρχισαν να ανάβουν τ' αστέρια ψηλά , που ακόμη δεν είχαν ανάψει.  Πρώτη φορά  που έδωσαν το φως τους στον ουρανό και να εκεί ανάμεσα στα αστέρια φάνηκαν και κάτι άγγελοι, που έψελναν κι αυτοί  αποχαιρετώντας τον γέρο χρόνο.

     Tι μαγεία ήταν αυτή! Ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος τ' ουρανού και της γης που δεν μπορεί να τον χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Ένας κόσμος που ήταν εκεί μαζί με το παπλωματάκι   και τον γέρο χρόνο.     Ευτυχισμένοι όλοι έλεγαν ευχές  και τραγούδια .

- Έφυγε , έφυγε ακούστηκε μια φωνή. Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Όλα έγιναν διαφορετικά.  Το παπλωματάκι τους αποχαιρέτησε κι έφυγε γι' αλλού.

      Οι μικρές φωτίτσες ξαναγύρισαν στην σπηλιά μέσα στο αρχαίο δάσος  και τα ζωάκια στις δικές τους φωλιές

για να προσμένουν να περάσει κι αυτός ο χειμώνας. Λένε ότι το μικρό παπλωματάκι προφύλαξε στις νέες μέρες του και τον νέο χρόνο τον σκέπασε και τον ζέστανε. Οι αγαπημένες μας φωτίτσες από εκείνη την βραδιά δεν έπαψαν να φωτίζουν τον ουρανό και να δίνουν φως σ' όλο τον κόσμο κάθε μέρα, και κάθε χρόνο. Στο τέλος όταν γερνούσε πετώντας ψηλά στα ουράνια τραγουδούσαν το τραγούδι που είχαν ακούσει από το παπλωματάκι  στην πρώτη βόλτα της ζωής τους ...

- Αχ γέρο χρόνε τις στιγμές που ήμασταν μαζί σου τι πίκρα! Άλλη μια μέρα αφήνεις και πάλι απ' την ζωή σου με παλιές ευχές μες στο συρτάρι των αναμνήσεων, μέρα ευτυχισμένη ή πικραμένη . Αναμνήσεις που έγιναν τόσες πολλές όσες κι οι πίκρες αφημένες από τον χρόνο ξεχασμένες ...Δεν μας αφήνεις χρόνε μας να ξαποστάσουμε και συνεχίζεις να μας πηγαίνεις μπροστά σ' άλλα όνειρα να φτάσουμε, σ’ άλλες ελπίδες. Μας επιτρέπεις μόνο ν' αλλάζουμε ημερομηνίες στα γεγονότα της ζωής, στις καθημερινές φροντίδες. Εσύ τρέχεις, αλλάζοντας κάθε στιγμή, κάθε λεπτό παίρνοντας μαζί του όλες τις αλήθειες και τις αγαπημένες μας συνήθειες... Αχ! γερο χρόνε, τις στιγμές που ήμασταν μαζί σου...

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ...

 Παραμύθι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΑΠΑΝΤΖΙΚΟΥ


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΖΠ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ                                 Παραμύθι Κοίταξε , κοίταξε , εκεί ...