Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΤΙΤΣΕΣ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ: ΟΙ ΔΥΟ ΦΩΤΙΤΣΕΣ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ


       Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σ’ ένα όμορφο δάσος γεμάτο με τεράστια δέντρα, που το καλοκαίρι ήταν καταπράσινα και τον χειμώνα γίνονταν χρυσά και κόκκινα,  μέσα σε μια τεράστια σπηλιά που ήταν κρυμμένη

απ' τα θεόρατα δέντρα , που ζούσαν εκατοντάδες χρόνια. Να φανταστείτε ότι άλλα ήταν εκεί δυο αιώνες,

άλλα ήταν τρεις αιώνες, άλλα δέκα αιώνες κι άλλα είχαν γεννηθεί πριν από μήνες, μέρες ή χρόνια.

    Λοιπόν μέσα σ' αυτό το πυκνό πανέμορφο δάσος, μέσα σε μια σπηλιά ζούσε μια οικογένεια από φωτιές

που ήταν οι φύλακες της νύχτας. Ήταν οι φωτιές που μόλις σουρούπωνε κι έφευγε η μέρα κι ερχόταν το βραδάκι

αυτές έτρεχαν γρήγορα γρήγορα προς τον ουρανό κι άναβαν όλα τα κεράκια τ' ουρανού κι όλα τα αστέρια κι όλους τους πλανήτες για να φωτίζει ο ουρανός τη γη και το βράδυ να 'ναι φωτεινό κι όχι θεοσκότεινο.

Αιώνες πολλοί, χιλιετηρίδες πολλές είχαν αυτή την δουλειά αυτές οι μαγικές φωτιές μέσα στο δάσος της ζωής με τα θεόρατα πλατάνια, τα υπέροχα κυπαρίσσια, τα πανέμορφα έλατα, τις καστανιές, τις μηλιές και τ' άλλα θεόρατα ή παράξενα δέντρα, τους κισσούς και τις φτέρες, τ' αγριολούλουδα , που πολύχρωμα στην εποχή τους έπαιζαν στην φύση με τα χρώματα το πιο όμορφο σκοπό της ζωής, την μουσική των χρωμάτων.

      Ω! τι δάσος  μαγικό, που ζούσαν μέσα σ' αυτό Θεοί και νεράιδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, ξωτικά και μάγισσες, Κένταυροι κι άνθρωποι, γίγαντες κι όλα τα μικρά και μεγάλα ζωάκια και πουλιά του κόσμου.

Όλα αυτά προσπαθούσαν να 'χουν κρυμμένες καλά τις φωτίτσες να μην τις βρουν τίποτε δαίμονες του κακού

και τις κλέψουν κι αλλάξουν τις τύχες και την σειρά όλου του κόσμου. Έναν κόσμο που την μέρα τον φώτιζαν πολλοί ήλιοι και το βράδυ οι φωτιές του δάσους.

    Οι πιο μικρές απ' αυτές ήταν η Χρύσα κι η Αστραπή, που δεν είχαν πάει καμία φορά ν' ανάψουν τ' αστέρια στον ουρανό, μόνο διάβαζαν παραμύθια κι άκουγαν ιστορίες απ' τις άλλες μεγάλες φωτιές για το πως άναβαν τα αστέρια και πως όλοι οι δρόμοι τ' ουρανού έδειχναν πως γινόταν μόνο τα καλά...  Οι φωτιές ήξεραν και πολλά παραμύθια, ένα από τα πιο αγαπημένα ήταν για το μικρό παπλωματάκι ,που έσωσε ένα αγόρι κάποιον χειμώνα κι αυτό το αγόρι έγινε ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου, έναν άνθρωπο που αγαπάνε όλα τα παιδιά.

      Η Χρύσα κι η Αστραπή  ήθελαν να γνωρίσουν το μικρό παπλωματάκι  .Έτσι ένα βράδυ με χιόνι πολύ οι δυο μικρές φωτίτσες έβαλαν επάνω τους ένα μαγικό ρούχο από καρβουνόσκονη κι ραμμένο ασήμι για να μην φαίνονται και βγήκαν βόλτες πάνω στη χιονισμένη γη μακριά απ' το δάσος και την σπηλιά τους ...Ήταν η πρώτη βόλτα απ' τις μικρές φωτιές κι όλα ήταν μαγικά, όμορφα, πρωτόγνωρα. Τα δέντρα κι η γη κάτασπρα απ' το χιόνι κι ένα φεγγάρι μακριά να παίζει μαζί με τ' αστέρια, που 'χαν ανάψει οι μεγάλες φωτιές και να δίνει παράξενα χρώματα στους τόνους του λευκού πάνω στην γη. Ω ! τι υπέροχα ήταν. Μόνο οι μικρές φωτιές ξεχώριζαν καθώς έτρεχαν πότε πάνω πότε κάτω χορεύοντας και γελώντας. Η απόλυτη ελευθερία, η χαρά και τα εξαίρετα του κόσμου που έβλεπαν για πρώτη φόρα τις έκαναν πολύ ευτυχισμένες.

     Ώσπου κάπου μακριά είδαν ένα γέροντα να φεύγει κουρασμένος. Ήταν τέλος της χρονιάς. Αύριο θα ερχόταν ένας νέος χρόνος. Ναι, ο γέρος, ήταν ο παλιός χρόνος με κάτασπρα γένια, κουρασμένος και λυπημένος που έφευγε πάνω απ' την γη που τόσο είχε αγαπήσει. Οι δυο φωτιές όταν τον είδαν κρύφτηκαν πίσω απ' τα δέντρα και φοβήθηκαν να τον πλησιάσουν.   Μα έβλεπαν πόσο πελώριος ήταν ! Πόσο όμορφος  με μια κάτασπρη καθαρή γενειάδα και μάτια λαδιά που έλαμπαν από καλοσύνη και δύναμη. Τόσο γερασμένος μα προχωρούσε ακόμη με θάρρος  μέχρι την τελευταία μέρα μέχρι την τελευταία ώρα, το τελευταίο λεπτό που θα ερχότανε ο νέος χρόνος κι αυτός θα εξαφανιζόταν  μαγικά προς τους ουρανούς. Εκεί πίσω απ' τις χρυσές Δύσεις του κόσμου, για πάντα ...

    Τι κρίμα τόση σοφία τόση εμπειρία να χανότανε με τον παλιό τον χρόνο! Τι μαγική νύχτα! Όλα ήταν τόσο όμορφα ! Ξαφνικά ακούστηκε ένα τραγούδι  από μια υπέροχη φωνή. Οι δυο φωτιές δεν πίστευαν στα μάτια τους και στα αυτιά τους . Δίπλα στον γερο χρόνο ήταν το παπλωματάκι των Χριστουγέννων. Τον κρατούσε από το χέρι και προχωρούσαν μαζί προς την τελευταία ώρα.  Ήταν τόσο λευκό σαν το χιόνι και δεν ξεχώριζε απ' αυτό. Μα ήταν εκεί. Ήταν εκεί δίπλα στο γερο χρόνο και τραγουδούσε και τους κοίταζαν τ' αστέρια και το φεγγάρι .

      Πλησίαζε δώδεκα και το παπλωματάκι συνταξίδευε σ' ένα καινούριο κόσμο. Αποχαιρετούσε τον παλιό τον χρόνο και τραγουδούσε, Θεέ μου τραγουδούσε  ένα τραγούδι να τον αποχαιρετήσει, σαν κάλαντα ήταν. Ναι , ήταν μόνο γι' αυτόν. Ένα δάκρυ είδαν να τρέχει απ' τα  μάτια του   κι ένα χαμόγελο ευχαρίστησης που τον συνόδευε το μικρό παπλωματάκι.

- Μα κοίτα, είπε η Χρύσα στην Αστραπή. Κοίτα...

Βγήκαν και κάποια ζώα του δάσους και περπατάνε μαζί τους. Ω ! Θεέ μου κι άλλα πολλά... Ελάφια, ζαρκάδια, αλεπούδες και λύκοι, αρκούδες, πάπιες κι αετοί, γεράκια και κουκουβάγιες, κάστορες και σκαντζόχοιροι. Θεέ μου μια συνοδεία μαγική που τραγουδούσε μαζί με το παπλωματάκι... 

       Πόσο υπέροχα ήταν όλα! Οι φωτίτσες, η Χρύσα και η Αστραπή , έβγαλαν την καρβουνόσκονη από πάνω τους και την ασημένια στολή κι αμέσως πέταξαν προς τα πάνω. Σχημάτισαν ουρές χρυσές απ' την φωτιά στον σκοτεινό ουρανό κι άρχισαν να ανάβουν τ' αστέρια ψηλά , που ακόμη δεν είχαν ανάψει.  Πρώτη φορά  που έδωσαν το φως τους στον ουρανό και να εκεί ανάμεσα στα αστέρια φάνηκαν και κάτι άγγελοι, που έψελναν κι αυτοί  αποχαιρετώντας τον γέρο χρόνο.

     Tι μαγεία ήταν αυτή! Ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος τ' ουρανού και της γης που δεν μπορεί να τον χωρέσει ο ανθρώπινος νους. Ένας κόσμος που ήταν εκεί μαζί με το παπλωματάκι   και τον γέρο χρόνο.     Ευτυχισμένοι όλοι έλεγαν ευχές  και τραγούδια .

- Έφυγε , έφυγε ακούστηκε μια φωνή. Ξαφνικά όλα άλλαξαν. Όλα έγιναν διαφορετικά.  Το παπλωματάκι τους αποχαιρέτησε κι έφυγε γι' αλλού.

      Οι μικρές φωτίτσες ξαναγύρισαν στην σπηλιά μέσα στο αρχαίο δάσος  και τα ζωάκια στις δικές τους φωλιές

για να προσμένουν να περάσει κι αυτός ο χειμώνας. Λένε ότι το μικρό παπλωματάκι προφύλαξε στις νέες μέρες του και τον νέο χρόνο τον σκέπασε και τον ζέστανε. Οι αγαπημένες μας φωτίτσες από εκείνη την βραδιά δεν έπαψαν να φωτίζουν τον ουρανό και να δίνουν φως σ' όλο τον κόσμο κάθε μέρα, και κάθε χρόνο. Στο τέλος όταν γερνούσε πετώντας ψηλά στα ουράνια τραγουδούσαν το τραγούδι που είχαν ακούσει από το παπλωματάκι  στην πρώτη βόλτα της ζωής τους ...

- Αχ γέρο χρόνε τις στιγμές που ήμασταν μαζί σου τι πίκρα! Άλλη μια μέρα αφήνεις και πάλι απ' την ζωή σου με παλιές ευχές μες στο συρτάρι των αναμνήσεων, μέρα ευτυχισμένη ή πικραμένη . Αναμνήσεις που έγιναν τόσες πολλές όσες κι οι πίκρες αφημένες από τον χρόνο ξεχασμένες ...Δεν μας αφήνεις χρόνε μας να ξαποστάσουμε και συνεχίζεις να μας πηγαίνεις μπροστά σ' άλλα όνειρα να φτάσουμε, σ’ άλλες ελπίδες. Μας επιτρέπεις μόνο ν' αλλάζουμε ημερομηνίες στα γεγονότα της ζωής, στις καθημερινές φροντίδες. Εσύ τρέχεις, αλλάζοντας κάθε στιγμή, κάθε λεπτό παίρνοντας μαζί του όλες τις αλήθειες και τις αγαπημένες μας συνήθειες... Αχ! γερο χρόνε, τις στιγμές που ήμασταν μαζί σου...

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ...

 Παραμύθι

ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΑΠΑΝΤΖΙΚΟΥ


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΖΠ

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΚΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΈΝΝΩΝ 


ΤΟ ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΚΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΈΝΝΩΝ


Έρχονται  πάλι γιορτές...

  Μια φορά κι έναν καιρό σε μιαν άλλη εποχή, ζούσε ένα όμορφο κάτασπρο παπλωματάκι που σκεφτόταν:

«Έρχεται μιαν άλλη εποχή την βλέπω, ειλικρινά την βλέπω. Δεν μοιάζει μ' αυτή που 'χουμε ζήσει μέχρι τώρα .Είναι ίσως πιο μουντή ή πιο λαμπερή αναλόγως θα 'λεγα .Ίσως της λείπει αυτή η μαγεία που κάθε χρόνο μας κυριεύει μ' ελπίδες για κάτι καινούργιο, που το φέρνουν οι γιορτές μαζί με τον Άι - Βασίλη κι τον Χριστούλη που γεννιέται μέσα σ' αστέρια και ζωάκια, μέσα σε μουσικές και ψαλμωδίες αγγελικές, μέσα στα χιόνια και σε λίμνες παγωμένες και μέσα σε σπίτια που στολισμένα περιμένουν αυτό το κάτι άλλο, αυτό το μεγάλο... Μια γέννηση ενός Θεού, μια γέννηση ενός χρόνου μαζί με το θείο πνεύμα να μας φωτίζει για καλύτερες μέρες». 

Αυτά όλα τα σκεφτόταν το μικρό παπλωματάκι, που το έλεγαν Ελπίδα κι αναλογιζόταν κι ονειρευόταν...

- Ναι, όλα μπορεί να 'ναι δύσκολα μα εγώ θα τ' αλλάξω.  Εγώ θα περιμένω έτσι άσπρο όπως είμαι να πέσει το χιόνι και κρυφά θα γλιστρήσω σ' όλο τον κόσμο να μην με βλέπει κάνεις, να μην με βλέπουν οι άνθρωποι και να μπορώ μέσα στο κατάλευκο  χιόνι να γλιστρήσω ελεύθερα και να γυρίσω όλο τον κόσμο. Τα βράδια που όλοι κοιμούνται να πετάω εκεί ανάμεσα στ' αστέρια και να 'μαι ευτυχισμένο μέσα στα σύννεφα και μέσα   στις νιφάδες του χιονιού. Να χορεύω μαζί τους, να μιλάω μαζί τους και να με παίρνουν σ' ονειρικά ταξίδια, σ' ονειρικούς κόσμους ανάμεσα σε πολύχρωμα γιορτινά χωριά, ανάμεσα σε καλοσυνάτα ανθρωπάκια, ανάμεσα σ' ευτυχισμένες στιγμές, που θα λάμπουν. Στιγμές όλου του κόσμου που θα μας δροσίζουν με τις όμορφες ιστορίες ,τα χριστουγεννιάτικα στολίδια και τις ανέμελες βόλτες.   

Αυτά σκεφτόταν το παπλωματάκι που καθότανε μέσα σε μιαν άκρη του δωματίου και κάθε βράδυ σκέπαζε ένα όμορφο κοριτσάκι που το έλεγαν Χαρά. 

        Έτσι τυλιγμένο όπως ήταν ανησυχούσε...

-Άντε, πότε θα στολίσουν σ' αυτό το σπίτι να 'ρθουν  οι γιορτές να μπορέσω κι εγώ ν' αρχίσω να ξεγλιστρώ  τα βράδια μέσα στα χιόνια  και τις κρύες βραδιές... 

       Το μικρό παπλωματάκι δεν άργησε να κάνει  πραγματικότητα τα όνειρά του μέσα στην εβδομάδα των Χριστουγέννων. Μια βραδιά που 'χε στρώσει το χιόνι αφού χτύπησε δώδεκα η ώρα στο ρολόι του σπιτιού που ήταν στο σαλόνι με το στολισμένο δέντρο αποφάσισε να κάνει το πρώτο του ταξίδι . Σκέπασε τη Χαρά λοιπόν με κουβέρτες που είχε ετοιμάσει και ξεκίνησε να βγει απ' την καμινάδα ,που είχε μόνο λίγα κάρβουνα προς τα έξω. 

Χμ! ήταν λίγο επικίνδυνα μην καεί ή μήπως μαυρίσει μα τα κατάφερε να βγει κατάλευκο. Ένα  θαύμα το έκανε να περάσει έξω απ' την καμινάδα χωρίς να πάθει τίποτε .

       Ωωω χαρά, μεγάλες αναπνοές, χαμόγελα ευτυχίας κι άρχισε πραγματικά να χορεύει εκεί ανάμεσα στις χιονονιφάδες που έπεφταν ακόμη . Άρχισε να χορεύει μαζί τους και ν’ αφήνει να το παρασέρνει ο αέρας ανάμεσα στα σύννεφα προς άλλους κόσμους, άλλες γειτονιές, άλλες πόλεις μαγικές κι ήταν όλο χαρά αυτό το κατάλευκο παπλωματάκι που είχε μέσα του τις γιορτές απ' τον Νοέμβριο μήνα και βιάζονταν να στολίσει το δέντρο και τις ψυχές των ανθρώπων που φρόντιζε κι αγαπούσε. Πετούσε και περνούσε ελεύθερο προς άλλα μέρη που τα 'βλεπε για πρώτη φορά.

      Και να, εκεί μακριά είδε ένα φως, ένα αστέρι να φωτίζει πιο δυνατά πάνω από μια πόλη. Το περίεργο παπλωματάκι ξεκίνησε για εκείνο το παράξενο αστέρι πάνω απ' την πόλη που κοιμότανε. Μόνο από λίγα σπίτια στα παράθυρα είχε απαλό θαμπό φως από κεριά ή από τζάκια που έκαιγαν ακόμη πάνω από καμινάδες που κάπνιζαν ακόμη μέσα στην σιγαλιά, μέσα στα σύννεφα που έφερναν καινούριες χιονονιφάδες.   

     Κι εκεί κάτω απ’ το αστέρι είδε ένα μικρό παιδάκι να κοιμάται έξω από ένα σπίτι, στην άκρη μιας πλατείας.

Ο αέρας το παρέσερνε μακριά μα κοίταξε πίσω  κι ένιωσε να φεύγει όλος ο ενθουσιασμός που είχε μέσα του για τα ταξίδια, για τις γιορτές, για τ' άλλα μέρη.  Κατέβηκε κάτω απ' τον αέρα που το ταξίδευε. Άφησε τις χιονονιφάδες να στροβιλίζονται μόνες και πλησίασε το παιδί. Ένα βρόμικο αγόρι, κουλουριασμένο μέσα στα ρούχα του μ' ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο μόνο να λάμπει πάνω του μέσα στο παγωμένο χιονιά.

    Το παπλωματάκι άρχισε να καθαρίζει το  χιόνι που είχε σκεπάσει το μικρό αγόρι απαλά και πολύ λυπημένο αφού το σήκωσε από κάτω το ΄βαλε να ξαπλώσει σ’ ένα παγκάκι του πάρκου που γύρω γύρω είχε θάμνους σκεπασμένους με χιόνι κι έκοβαν τον αέρα. Το αγκάλιασε σφιχτά σκεπάζοντας το κι έδιωξε τον κρύο θάνατο που παραμόνευε εκεί κοντά  κι άρχισε να του δίνει την ζεστασιά της ζωής  μ' όση αγάπη και θαλπωρή είχε μέσα του και χαμογελούσε ευτυχισμένο, γιατί κατάλαβε ότι τα όνειρα κι οι φαντασίες είναι πιο φτωχά απ' την πραγματικότητα και τις θυσίες τις ζωής  και μπορούνε να σε κάνουνε πιο ευτυχισμένο. Έβαλε καλά το προσωπάκι του μέσα στην ζέστη  και φίλησε το μικρό αγόρι που άρχισε να ζεσταίνεται και  να παίρνουν ένα ροδοκόκκινο χρώμα πάλι τα μάγουλα του.

      Ήταν ευτυχισμένη η Ελπίδα που έδωσε ζεστασιά στο άγνωστο δυστυχισμένο αγόρι κι ένιωσε πολύ ευτυχισμένη όταν αισθάνθηκε την ζεστασιά του κορμιού του. Ένα αχνό χαμόγελο είδε να διαγράφεται στα χείλη του. Ήταν σίγουρη ότι ονειρευόταν το αγόρι εκείνη την στιγμή. Πού ξέρεις τι υπέροχα όνειρα έβλεπε; Ίσως τα αστέρια που υπάρχουν για κάθε ξεχασμένο παιδί  ….

- Πάλι άφησες το παπλωματάκι σου Χαρά να πέσει στο ξύλινο πάτωμα; είπε η μητέρα της Χαράς 

-Δεν το βλέπεις πόσο όμορφο είναι κι σ' αγκαλιάζει τόσο ζεστά, έλεγε το πρωί  της παραμονής των Χριστουγέννων η μανούλα της Χαράς.

-Είναι τόσο μαλακό, τόσο ελαφρύ, τόσο ζεστό μανούλα και όταν πάω να ξαπλώσω το βράδυ είναι

σαν να μου μιλάει, σαν να γελάει μαζί μου και δεν το πετάω εγώ κάτω μα αισθάνομαι ότι ξεγλιστράει μόνο του είπε η Χαρούλα και γέλασε ανοίγοντας τα μάτια της. Τι δώρα θα μας φέρει σήμερα ο Άγιος Βασίλης   μανούλα; ρώτησε η Χαρά όλο ελπίδα.

      Πέρασε η μέρα με υπέροχα φαγητά, με μελομακάρονα και πίτες, με κάλαντα και με διάθεση ευτυχίας

κι όλη η οικογένεια μετά τις δώδεκα έπεσε για ύπνο περιμένοντας την άλλη μέρα που ήταν η μέρα των Χριστουγέννων και των δώρων.

     Tο μικρό παπλωματάκι αγκάλιαζε την όμορφη Χαρά   κι επειδή έξω το χιόνι είχε φτάσει μισό μέτρο κι η παγωνιά αγκάλιαζε το σπίτι προσπαθούσε να μην την αφήσει ξεσκέπαστη σε κανένα μέρος του σώματος, μην της κρυώσει η μικρή της Χαρά.   Ήθελε τόσο πολύ να βγει έξω και να πάει πάλι βόλτα στο χιόνι, μα αγαπούσε πολύ και τη μικρή Χαρά κι έτσι έβλεπε μέσα απ' το παράθυρο έξω το χιόνι. Προς το ξημέρωμα άκουσε κάτι σαν να έσκιζε τον ουρανό πάνω απ' το σπίτι. Κάτι λεπτά ντιγκ ντιγκ ν' ακούγονται .Ένα φως χρυσοκόκκινο να λούζει το σπίτι και το χιόνι  γύρω γύρω κι ένα γέλιο βαθύ και πολύ όμορφο χοχοχο...

     Αμέσως το παπλωματάκι , η Ελπίδα, έτρεξε στο παράθυρο κι είδε ένα γέροντα με άσπρα μαλλιά ν’ ανεβαίνει πάνω σ’ ένα έλκηθρο γεμάτο με δώρα, μέσα σ’ ένα σάκο με πολύχρωμα  κουτιά και να φοράει κατακόκκινα λαμπερά ρούχα    και Θεέ μου φορούσε και τον σκούφο, τον κατακόκκινο σκούφο που φορούσε το αγόρι που ζέστανε πριν λίγες μέρες η Ελπίδα. Το αγόρι που έσωσε από το κρύο. Το αγόρι που κέρδισε την Ελπίδα από την ανημποριά του. 

        Ο άγιος Βασίλης  ήταν το αγόρι αυτό .Τώρα της έκλεινε το μάτι χαμογελώντας ευτυχισμένος, φεύγοντας γι' άλλα σπίτια, γι' άλλα παιδιά. Το μικρό παπλωματάκι ήταν τόσο ευτυχισμένο που αγκάλιασε την Χαρά ακόμη πιο ζεστά. Κοιμήθηκαν μέχρι το πρωί ζεστές προφυλαγμένες  κι ολοκληρωμένες από την θεϊκή νύχτα, την νύχτα των Χριστουγέννων.

       Την άλλη μέρα η Χαρά έτρεξε κάτω απ' το δέντρο το Χριστουγεννιάτικο .Είδε μια υπέροχη κούκλα, μια νεράιδα, μ' ένα λαμπερό ραβδάκι στο χέρι  να την περιμένει ανάμεσα στα δώρα της οικογένειας  και δίπλα ένα σκούφο κατακόκκινο.

- Αυτόν θα τον δώσουμε στο παπλωματάκι να μην κρυώνει, είπε χαμογελώντας η μαμά. Εσύ Χαρά έχεις πολλά δώρα και σκούφους και κασκόλ. Θα ράψουμε αυτόν τον κόκκινο σκούφο στο παπλωματάκι σου να σε ζεσταίνει περισσότερο τα βράδια και να ζεσταίνεται κι αυτό.

       Έτσι λοιπόν, το μικρό μας παπλωματάκι  από εδώ και πέρα είχε κι αυτό ένα δώρο απ’ τον Άγιο Βασίλη για την ελπίδα και την ζεστασιά που έδωσε σ’ εκείνο το ξεχασμένο αγόρι. Έτσι την άλλη νύχτα όλο περηφάνια κοιμήθηκε κι ήταν κι αυτό πιο ζεστό και πιο σίγουρο ότι κι αν έβγαινε καμιά βόλτα μόνο του τώρα δε θα κρύωναν τ' αυτάκια του και το κεφαλάκι του. 

Άντε και του χρόνου μ' ένα κατακόκκινο κασκόλ!!!

Χρόνια πολλά! Και μην ξεχνάτε ότι όλοι μας στην ζωή έχουμε ένα αστέρι ασημόχρυσο που μας προστατεύει ή  ένα  παπλωματάκι…..!!!

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ



ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ
ΖΩΓΡΑΦΟΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΡΑΠΑΝΤΖΙΚΟΥ


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΖΠ

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ


ΤΑ ΚΟΎΤΣΟΥΡΑ 
25/8/2016


Μπορεί να μιλάνε τα ξύλα άραγε; Μπορεί λένε 
να μιλάνε τα δέντρα 
μέσα στο δάσος όταν ο άνεμος τα χαϊδεύει , 
όταν ο ήλιος τα ζεσταίνει, όταν η βροχή 
και το χιόνι τα σκεπάζουν με ζωή ; 
´Ομως τα ξύλα, τα κούτσουρα μωρέ μπορούν να μιλάνε 
Αυγουστιάτικα κομμένα σ´ ένα μπαλκόνι από κάτω,
σε μια σκάλα   μπορεί άραγε;
Ναι για όχι ;Κι αν ναι πως ;
Κι αν όχι άραγε αυτά τα μικρά Τσικ Τσικ Τσικ που ακούγονται
τι είναι μέσα απ´ τον στοιβαγμένα σωρό Αυγουστιάτικα ;
Μήπως τα σκάει η ζέστη ή μήπως μαλώνουν μεταξύ τους; 
Ε φτάνει μην κουνιέσαι λένε τ´από  πάνω,  
ε φεύγετε πάντα μας ενοχλείτε λένε τ´ αποκάτω 
βαρεθήκαμε να σας κουβαλάμε , μην σπρώχνεται, 
λένε τα δίπλα τα κούτσουρα. 
Πω πω ένας χαμός μέσα στην αυλή χωρίστηκαν οι από πάνω, 
οι από κάτω 
κι οι διπλανοί κι ετοιμάζονται  να μοιράσουν την αυλή .
´Ενας πόλεμος δηλαδή κι εγώ εκεί αιχμάλωτος ανάμεσα τους 
να τρομοκρατούμαι μες στην ίδια μου την αυλή !
Εγώ, να εδώ καθόμουν με τα πόδια στην καρέκλα 
και ξεκουραζόμουν και τώρα ... 
Πως έμπλεξα σ´ένα πόλεμο των ξύλων...
Τα κούτσουρα μαλώνουν, τα κούτσουρα σκοτώνονται
κι εγώ εκεί ταραγμένος φοβισμένος!
Τα καταστρέφουν όλα,ο σκύλος τρέχει τρομαγμένος ανάμεσα τους, 
η γάτα με τα τρία γατάκια ανέβηκαν στα δέντρα, 
δυο χελώνες πέρασαν κάτω από την καγκελόπορτα 
κι έφυγαν προς το άγνωστο
και κάτι χήνες που ήρεμες έψαχναν για τροφή τώρα πηδάνε
ανάμεσα στα κούτσουρα κουτσουλώντας και βρωμίζοντας τα ξύλα  
ο χαμός των τριών δυνάμεων απ τα Κούτσουρα πνιγμένα στις βρομιές 
να  καταστρέφουν την αυλή μου. 
Τα παρτέρια ,οι γλάστρες, οι κήποι με τα πολύχρωμα λουλούδια,
το γκαζόν , ξεριζώνονται. 
Πέφτουν αληθινές βόμβες και σαν τρομοκράτες,
σαν πολεμιστές τα κούτσουρα κι οι αρχηγοί τους πολεμούν μεταξύ τους
ποιος θα καταστρέψει τους άλλους για ένα παρτέρι στην αυλή,
για μια σπρωξιά και για τον θυμό.
Εσύ γιατί από ´πάνω αφού κι εγώ μπορώ να κάνω το ίδιο. 
Καταστροφή και συμφορά απ´ τα κούτσουρα της ζωής!
Και το χειρότερο; Δεν θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τον σκοπό
που έγιναν κούτσουρα κι ο χειμώνας της ζωής, 
θα ´ναι ακόμη πιο σκληρός.
 Άμα εγώ φταίω, άλλη φορά θα παίρνω τα ξύλα πιο αργά 
για να μην τα ´χω εδώ στην αυλή να διαμαρτύρονται .
Ας ετοιμαστώ λοιπόν κι εγώ γί´ αυτόν τον πόλεμο είπα φωναχτά !
Τσικ Τσικ Τσικ μα δέν έβγαινε φωνή !
Τι γλώσσα ήταν αυτή ;
Ωχ ξύπνησα , κοιμήθηκα μωρέ δίπλα στα ξύλα στα κούτσουρα δίπλα,
μα όλα ήταν ήσυχα στοιβιασμένα εκεί που τ´ άφησα να περιμένουν
τον χειμώνα να μας ζεστάνουν κι η αυλή ήσυχη, 
ο σκύλος κι οι τέσσερις γάτες σεργιανάνε έξω στον δρόμο
και τα κούτσουρα σίγουρα δεν είναι θυμωμένα. 
Μόνο μες το βουητό των αυτιών μου ακούω κάτι Τσικ Τσικ Τσικ 
κάπου από μέσα τους και σαν από θαύμα καταλαβαίνω να λένε: 
Αυτοί οι άνθρωποι πάντα κάτι βρίσκουν 
για να σκοτώνονται μεταξύ τους
σαν και μας ...
Εγώ από πάνω, εσύ από κάτω , αυτός δεν κάνει για δίπλα μου ,
βαρέθηκα να σας σηκώνω , λες και τι ... 
Βιάζομαι να προχωρήσω  στην ζωή
να την κερδίσω να τρέξω πιο μπροστά από τους άλλους
Λες κι έχει σημασία ποιος θα πέσει πρώτος στο τζάκι να καεί  ... 
Λες και ο πόλεμος είναι ζωή  , 
όχι μόνο θάνατος είναι  και καταστροφή,
άκουσα να λένε τα κούτσουρα για τους ανθρώπους???

ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

ΓΟΡΓΌΝΑ ΜΑΤΖΟΛΙΝ



ΓΟΡΓΌΝΑ ΜΑΤΖΟΛΙΝ


Παραμύθι 10/5/2016

 Μια φορά κι ένα καιρό σε μια μακρινή λίμνη 
της ανατολής ,
ζούσε μια υπέροχη μικρή γοργόνα 
που την έλεγαν Ματζολίν  κι ένας νεαρός άνθρωπος 
ο πολεμιστής Σαμίρ, 
που ήταν ερωτευμένος μαζί της , μα τα μαγικά σύνορα
στη γη που χωρίζουν  τους ανθρώπους
 από τις γοργόνες  και  τα ξωτικά , 
τους κρατούσαν μακρυά .
Είσαι πολύ όμορφη Ματζολίν, 
τα πράσινα  μάτια σου 
σαν κάρβουνα αναμμένα στα σκοτάδια 
στέλνουν  τις σπίθες τους,
 στα όνειρα μου και μου λένε πως η αγάπη 
 πετάει, από γαλάζια όνειρα,  από πράσινες πεδιάδες,
 από ουρανούς  που αστράφτουν σε μαύρες νύχτες
 που τις φωτίζουν τα καταπράσινα χρυσά
 μάτια σου, σαν κάρβουνα της ανατολής,
  μέσα σε χρυσές ερήμους μέσα σε οάσεις. 
 Ο έρωτας καυτός σαν την λάβα  με κάνει 
 να σε σκέφτομαι, 
μόνο εσένα, δεν είμαι πρίγκιπας δεν είμαι τίποτε 
όταν δεν σ έχω κοντά μου Ματζολίν,   
μόνο ένας κουρελής φτωχός ζητιάνος 
ένας σκηνίτης την έρημου . 
 Πόσο η καταστροφή , είναι τόσο γλυκιά 
ο θάνατος είναι τόσο υπέροχος ,
όταν δεν μπορώ να σ αγκαλιάσω πριγκίπισσα .
Το πρόσωπο σου κρυμμένο πίσω 
 από  τον φερετζέ της νύχτας,
 το κορμί σου  μέσα στην Μπούργκα της σιωπής 
κυλάει , σαν ποτάμι φιδίσιο και αστραποβολάει  
κοντά στην σκέψη μου,
κοντά στις νυχτερινές ατελείωτες ώρες. 
Ματζολίν για εσένα κοντά στις φωτιές της ερήμου,
κοντά σ ένα κόσμο που έχω κατακτήσει  ,
 μέσα σε μια ανατολή,
που βογκά παθιασμένη  από τον δικό μου πόθο
από την κατάρα μου να είσαι μακρυά μου,  
μέσα σ ένα κόσμο  με γοργόνες  που ανήκει αλλού
αύριο θα ξημερώσει ο θάνατος ,
μαζί με τον ήλιο η η ανατολή 
της λατρείας μου γα εσένα .
Αύριο θα κατακτήσω η θα κατακτηθώ για εσένα,  
μόνο  νικητής θέλω να είμαι ζωντανός κοντά σου
αλλιώς προτιμώ την νύχτα τον θάνατο τα σκοτάδια 
αυτά που θα με κάνουν να είμαι πιότερο κοντά, 
στα μάτια σου στην σκέψη σου.
Αύριο λοιπόν περίμενε με, πριγκίπισσα  γοργόνα Μαντζολίν 
έλεγε ο  νεαρός άνθρωπος ,
που τον μεταμόρφωσε η μάγισσα μητέρα σε κύκνο 
και τον βούλιαξε στον βυθό της λίμνης μέσα στα νερά, 
για να μην τον βρει  η μικρή πριγκίπισσα Μαντζολίν, 
αφού τον μεταμόρφωσε σε κύκνο μετά από την μάχη 
μέσα στα σκοτάδια της καρδιάς της...
Πόσο μια πληγωμένη ψυχή γεννιέται 
σ ένα αόρατο κόσμο που την καταδικάζει να υπηρετεί
να φροντίζει να αγαπάει να ωριμάζει και να προσφέρει
τα πάντα, 
τα δάκρυα της, την χαρά την ζωή της 
πόσο μεγαλείο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος 
μια γυναίκα ένα παιδί που έμαθε από  όταν γεννήθηκε
ότι χρωστάει.
Σ όλους
και από όλους, δεν χρωστάει κανείς  σ αυτήν.
Έτσι η μικρή γοργόνα  Ματζολίν
έμαθε στα πέντε της χρόνια
ότι γεννήθηκε όταν  δεν την ήθελε η μάνα της ,
γοργόνα βασίλισσα και ξωτικό της λίμνης
και ότι δεν ήταν έτοιμη να την δεχθεί σαν μικρή γοργόνα, 
έτσι την άφησε μόνη της να μεγαλώνει.  
Ω  , τι μεγαλείο είχε αυτή η μικρή γοργόνα 
μέσα στην απεραντοσύνη του βυθού της λίμνης
ανάμεσα από τόσα μαγικά πλάσματα του βυθού
και τόσα εχθρικά όντα δράκους  και μάγισσες, 
Κενταύρους και νεράιδες, ξωτικά και καλικάντζαρους 
να περπατάνε στην όχθη της 
και μεγάλα βρύα , θολά νερά μαγεμένα όντα 
και μεγάλα μικρά  και τεράστια ψάρια να ζει μαζί τους.
Να επιβιώνει  και ταυτόχρονα αυτή η μικρή γοργόνα 
να μαζεύει και να φροντίζει κι  άλλα χαμένα 
 εγκαταλελειμμένα η διωγμένα πλάσματα του βυθού 
και της όχθης.
Έτσι σιγά σιγά με τα χρόνια όλοι μέσα 
σ αυτό τον παραμυθένιο κόσμο του βυθού, 
με τα πότε διάφανα νερά και πότε άγρια και σκοτεινά,
 άρχισαν  να την μαθαίνουν και να την σέβονται, 
για το υπέροχο έργο της για την αγάπη της 
και την μεγάλη προσφορά της σ όποιον την είχε ανάγκη.  
Ένα βράδυ  με μια υπέροχη πανσέληνο
που λαμπύριζε παίζοντας πάνω στα ασημόγκριζα 
νερά της λίμνης,
εκεί που έσχιζε  τα νερά είδε έναν κύκνο 
μεγάλο με χρώματα από χρυσό,  
να βυθίζεται μέσα  στα νερά της λίμνης
χωρίς καμία αντίδραση.
Κολύμπησε κοντά  του τον έπιασε με τα όμορφα χέρια της
η γοργόνα Ματζολίν και τον έβγαλε έξω από την λίμνη
στον αέρα να  αναπνέει και μετά τον έσυρε 
σε μια μικρή κρυφή γωνιά της λίμνης, 
γεμάτη δέντρα του δάσους και κατακάθαρα νερά, 
όπου ήταν μια σπηλιά και εκεί μέσα ,το σπίτι της Ματζολίν,
ένα  υπέροχο  σπίτι που φωτιζόταν από ψηλά
από μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα που μοίραζε 
όλο το φως του κόσμου μέσα  χιλιάδες όστρακα, 
χιλιάδες κοχύλια χιλιάδες χρώματα της θάλασσας 
του ουρανού  της γης και της λίμνης.
Πόσο μαγικό ήταν αυτό το παραδεισένιο σπίτι,
όριζαν αυτήν την σπηλιά σαν ένα από τα θαύματα του κόσμου 
εκεί μέσα κολυμπούσαν ζούσαν και ανέπνεαν,
απ  όλα τα πλάσματα της φύσης και της λίμνης
που είχε κοντά της η γοργόνα η νεράιδα η πριγκίπισσα 
του βυθού Ματζολίν
Την επόμενη μέρα όταν πήγε, 
να δει τον  χρυσό κύκνο
η μικρή όμορφη  γοργόνα μας με τα καταπράσινα μάτια
και τα χρυσό κόκκινα μαλλιά , όταν τον πλησίασε σιγά σιγά
άνοιξε αυτός τα  μάτια  του και τότε συναντήθηκαν
δυο βλέμματα με τα ποιο υπέροχα μάτια του κόσμου .
τα καταπράσινα διαμάντια  που έλαμπαν  στην μέρα
και άστραφταν  στην νύχτα της ματζολίν
και τα καταγάλανα σαν τα σμαραγδένια νερά της λίμνης 
 και του ουρανού,
μάτια ενός νεαρού ανθρώπου.  
Την μέρα   ο  χρυσός κύκνος μεταμορφώθηκε 
σ ένα πανέμορφο νεαρό παλικάρι ,  ο πόσο όμορφο ήταν 
από την μια η ομορφιά της λίμνης και του βυθού 
κι από την άλλη η ομορφιά της γης και του ουρανού,
μαζί 
 και να η αγάπη φούντωσε για τους δυο νέους, 
ο έρωτας τα λόγια η ψυχές τους το πάθος η χαρά της ζωής
με υποσχέσεις από τον  νεαρό Σαμίρ που πολέμησε 
για να κατακτήσει την Ματζολίν 
κι  αν   έχασε , η μοίρα και η τύχη τους έφερε πάλι κοντά. 
Με την  λατρεία  και απόλυτη αφοσίωση στοργής
από την Ματζολίν, 
έτσι οι επόμενες μέρες βδομάδας μήνες 
για αυτά τα δυο πλάσματα
του κόσμου ήταν μόνο ευτυχία ταξίδια 
και  υπέροχες στιγμές,
στιγμές σαν αυτές που λάμπουν τα χρυσά όνειρα 
όταν δυο πλάσματα του κόσμου αφιερώνουν την ζωή τους
το ένα στο άλλο για πάντα. 
Έτσι η μικρή γοργόνα Ματζολίν συνέχισε
με τον αγαπημένο της Σαμίρ της γης και του ουρανού,
να αγαπάνε όλα τα πλάσματα του κόσμου 
και να προσπαθούν να κάνουν το καλό
σ οποίους τον χρειαζόταν
το είχαν ανάγκη η τους το ζητούσαν. 
Εκεί μέσα στα μυστικά βάθη  της λίμνης, 
των ωκεανών στις απέραντες θάλασσες του κόσμου 
και στα σύμπαντα του ουρανού , όπου τα χρυσάφια και τα πλούτη
δεν είχαν καμία αξία μα  μόνο η προσφορά και η αγάπη. 
Έτσι έζησαν η  πριγκίπισσα Ματζολίν 
και ο  νεαρός άνθρωπος Σαμίρ
ευτυχισμένοι κι εμείς όλοι που τους γνωρίσαμε,
μα κι αυτοί που δεν τους γνώρισαν,
μα θα ήθελαν να τους γνωρίσουν κάποτε στο μέλλον
      και έζησαν αυτοί καλά
      και εμείς πολύ καλύτερα... 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ  ΣΩΤΗΡΗΣ 







Τρίτη 12 Απριλίου 2016

ΠΡΟΚΛΗΣΗ

ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Πρόκληση     

Πρόκληση  είναι πρόκληση αυτή η άσπρη σελίδα 
απέναντι μου ,
είναι πρόκληση  το φως που χάνεται σιγά σιγά 
μέσα στη απογευματινή βροχή που μας αγκαλιάζει,
 παρέα με τα χαμηλά σύννεφα που σκορπούν θολά 
την υγρασία τους πάνω και μέσα στην ψυχή. 
Χάνεται το φως της μέρας και ανάβω την λάμπα 
με το πετρέλαιο,
 κανονίζω το φιτίλι να μην είναι πολύ μεγάλο  
και δεν πειράζει  ας λείπει το πολύ φως 
και ας είναι οι σκιές πιο μεγάλες ,
αρκεί  να φτάσει για σήμερα 
όλη την νύχτα η παρέα του φιτιλιού .
 Η παρέα του  μαζί με τις σκιές του
 που θα με κάνουν να σκεφτώ παραμύθια 
 να πλάσω ήρωες,
 να δω πολέμους και φαντάσματα από το παρελθόν
 και  μέσα σε μερικά φυσήματα του αγέρα καθώς θα περνά
 ανάμεσα από τα τέσσερα παράθυρα του σπιτιού, 
 μήπως και μπορώ να σκαλίσω εκεί μέσα στα κλάσματα του χρόνου
 κάποιες εικόνες από το μέλλον. 
 Γράφω    κρυμμένος πίσω από ένα παλιό τετράδιο ξεχασμένο
 μη χρησιμοποιημένο άχρηστο θα λεγα για άλλους, 
μα τόσο πολύτιμο για εμένα  με ξεθωριασμένο το χρώμα του 
 μα που στα χέρια μου οι  λευκές  του σελίδες, 
γεμίζουν με περιπέτειες ολόδροσα περιβόλια και με κήπους,
 μέσα σε ατέλειωτα λιβάδια  με  μαγεμένα δάση και με νεράιδες 
 μάγισσες και πριγκίπισσες όλες από άλλα παραμύθια,
 όλες από άλλες ιστορίες  και όλες από άλλα χρόνια,
 άλλους αιώνες μα τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές.  
 Φως χρώματα γέλια χαρά αισιοδοξία  
μα δεν είμαι στο ίδιο δωμάτιο ,
 πως όλα έχουν γίνει τόσο φωτεινά και περνάνε κοντά μου
 στέκονται δίπλα μου με χαιρετάνε και μ αγκαλιάζουν  
 μου μιλάνε  
 Πια ζωή είναι αυτή σε ποιο παραμύθι είμαι τώρα, 
πια ιστορία με παρασέρνει  σε χειμώνες και καλοκαίρια 
σε άνοιξες και θάλασσες σε ουρανούς και βυθούς
 σε λιβάδια και θύελλες σε έρωτες και τραγωδίες 
σε ιστορίες αρχαίες και νέες   
 και όλα αυτά , όλα αυτά ανταμώνονται εδώ δίπλα μαζί μου 
 σε ένα δωμάτιο. 
 Δάκρυα   θλιμμένες ιστορίες  άνθρωποι από  το παρελθόν 
που ονειρεύονται και αυτοί , παραμυθάδες και ποιητές 
που δίπλα μου  παρατάνε χαλασμένα μολύβια 
 δίπλα μου αφήνουν έργα ατελείωτα ζωγραφικής 
με χιλιάδες χρώματα,
 δίπλα χτίζουν χωριά και πόλεις με οράματα 
δίπλα μου στολίζουν με αγάλματα νίκες δίπλα μου ορθώνουν μνημεία
 που θα μας σημαδεύουν το μέλλον ,  
 και όλα αυτά δίπλα μου μέσα στο δωμάτιο.   
Σελίδες  πόσες σελίδες, πόση ώρα  άρχισα να κρυώνω πολύ
  το παλτό και η κουβέρτα  δεν αφήνουν να ζεσταθεί η φαντασία 
κι άλλο, έχασα τα χρώματα έχασα τις ιστορίες 
 πρέπει να ανάψω τα ξύλα στο παλιό τζάκι   
 μα πρέπει  να τα φέρω απ έξω  με τα προσανάμματα και μ ένα δαδί 
 να πάρω από την λάμπα που καιη μια φλόγα και να ζεσταθεί 
πάλι όλο το δωμάτιο.    
Γρήγορα όμως   γιατί άφησα πολλά στη μέση,    
άρχισε να χιονίζει έξω από το βουνό ακούγονται  
οι φωνές από ένα κοπάδι λύκων τα σύννεφα  ακόμη πιο βαριά  
 είναι  πλέον σαν μανδύας κατάλευκος που  πλέκει  
σιγά σιγά το χρώμα της γης άσπρο.
 Χιονίζει  σαν να φροντίζει ο ουρανός  να γεμίσει  την γη  με  ελπίδα  
 για το μέλλον με λευκές νύχτες  
για μια    ελπίδα φωτός,  
σταμάτησαν όλα τι ησυχία μέσα στο απαλό πέσιμο του χιονιού
 ακούγονται μόνο τα βήματα μου και τα ξύλα, 
που φορτώνω στην αγκαλιά μου   για να συνεχίσω 
την αστραφτερή νύχτα του δωματίου. 
 Ακόμη μερικές αχτίδες φωτός και ζεστασιάς προσθέτει 
 το αναμμένο πλέον τζάκι και εγώ βυθίζομαι πάλι στις σελίδες 
 μου στις  σκέψεις μου     και  στις ελπίδες 
ότι  θα μπορώ να αγκαλιάσω έναν άλλο κόσμο στο μέλλον,
 λέγοντας τα τόσο απλά πράγματα του σήμερα. 
Πρόκληση ναι πρόκληση  είναι αυτή η άσπρη σελίδα σήμερα 
 ένα καλό βιβλίο αύριο  πραγματικότητα ταξίδια ζωή  
μα τι λέω  ας γυρίσω πίσω εδώ  στην λάμπα και στο τζάκι 
 και ας αφήσω τις προκλήσεις  να είναι πίσω από το χαρτί 
  εγώ μπορώ να χαρώ τώρα  τις λευκές σελίδες με τις γραμμές 
 και  να πάω μόνο όπου  μ επιτρέπουν αυτές 
  στην νυχτερινή πρόκληση της ψυχής , 
 που  αφού επιλέξει  που θέλει, να ταξιδέψει  ποιο γρήγορα 
από οτιδήποτε 
στο παρελθόν η στο μέλλον !!!



ΠΟΙΗΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΊΔΕΣ ΡΑΠΙΧΑ ΚΑΙ ΑΙΣΑ

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΊΔΕΣ  ΡΑΠΙΧΑ ΚΑΙ  ΑΙΣΑ 
8/4/2016       Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό στα πολύ παλιά χρόνια 
στην μακρινή Ανατολή, στην μαγική Ανατολή 
με τα ιπτάμενα χάλια
και τους παραμυθένιους τόπους με τις μαγικές χρυσές 
ερήμους και τους μουσώνες που αγκαλιάζουν 
όλη αυτήν την χρυσή γη
και τις υπέροχες παραλίες της, 
ζούσαν δυο αγαπημένα αδελφάκια πυγολαμπίδες 
ήταν η Ράπιχα κι ο Αΐσα.
Κάθε βράδυ εκεί που τέλειωνε η μέρα
εκεί που ο ήλιος πήγαινε να ξεκουραστεί κι άφηνε το σούρουπο 
και μετά την νύχτα να κατακτήσει τη φύση,
 εκεί που τα χρώματα από έντονα γινόταν χρυσοκόκκινα απαλά 
και χανόταν στους ορίζοντες, 
εκεί τότε ξυπνούσαν μες το υπέροχο σπίτι τους πάνω σ' ένα δέντρο, 
μέσα στα φύλλα, μια οικογένεια πυγολαμπίδες. 
Η μαμά Σαχάρ, ο μπαμπάς Ζτιαμίλ
και τα δυο αδελφάκια η Ράπιχα κι ο Αΐσα.
Ω τι χαρά μέσα στο σπιτάκι τους μέσα στο δάσος, ψηλά στο δέντρο
άναβαν ένα κεράκι και φωτιζόταν όλο το σπίτι με μια όμορφη φλόγα  
κι αφού βράδιαζε καλά κι άρχισαν να φαίνονται κι οι πυγολαμπίδες
χρυσοπράσινες με το μαγικό ουράνιο φως τους
έβγαιναν έξω να παίξουν πότε ανάμεσα στα φύλλα, 
πότε πετώντας μέσα στο νυχτερινό αεράκι και πότε πειράζοντας 
τα πουλιά της νύχτας, τις νεράϊδες και τα ξωτικά 
με το υπέροχο φως τους. 
Καμιά φορά βοηθούσαν και τους ταξιδιώτες 
όταν ήταν πολύ σκοτεινά, 
ή άτακτα παιδάκια που ξέμειναν το βράδυ αργά με τα παιχνίδια   
ή όταν είχε πολύ σκοτεινό ουρανό έτρεχαν και πετούσαν μπροστά
στα μαγικά χαλιά και τους οδηγούσαν 
σαν μικροί φάροι στην πορεία τους.
Τις ήξεραν όλοι αυτές τις υπέροχες πυγολαμπίδες 
κι έπαιζαν μαζί τους 
τις πρόσεχαν και τις είχαν εμπιστοσύνη, 
ειδικά όταν ήταν σε δύσκολα μέρη μέσα σε έρημους 
ή σε ποτάμια που 'χαν βάλτους και στάσιμα νερά 
που θα μπορούσαν να κολλήσουν εκεί και να χαθούν 
μέσα σε βούρκους .
Εκείνο το βράδυ, αφού αγνάντευαν όλο τον κόσμο 
απ' το παράθυρο τους 
η Ράπιχα κι ο Αΐσα είδαν ένα μάγο πάνω στο ιπτάμενο 
μαγικό χαλί του
να σταματά σ’ ένα άνοιγμα του δάσους, σ' ένα ξέφωτο 
εκεί κοντά τους.
Αμέσως πέταξαν και πήγαν κοντά, ήταν ο καλός μάγος Ραφίκ  
τον ρώτησαν που πήγαινε κι ο μάγος Ραφίκ τους είπε ότι έψαχνε 
ένα καραβάνι με μικρά παιδιά που πήγαινε μέσα απ' την έρημο 
σ’ ένα άλλο ορφανοτροφείο γιατί το δικό τους είχε καταστραφεί
απο μια θύελλα,   
μα τους έπιασαν άνεμοι δυνατοί και χάθηκαν πολλά παιδιά 
μόνα τους στην έρημο.
Το είπαν κάτι μαγικά πουλιά της Ανατολής
που ήρθαν κοντά του να τον παρακαλέσουν να τα βρει .
Έψαχνε όλη μέρα μα δεν τα βρήκε τα παιδιά μες την έρημο 
αν δεν τα έβρισκε και το βράδυ, την άλλη μέρα θα χάνονταν
απ’ την μεγάλη θερμοκρασία του ήλιου 
και την έλλειψη του νερού,
θα έκλειναν τα ματάκια τους, θα κοβόταν η αναπνοή τους,
θα τους σκέπαζε η ψιλή άμμος και δεν θα βρισκόταν ποτέ.
Πόσο στεναχωρημένος ήταν ο μάγος Ραφικ...
Εμείς εμείς θα σε βοηθήσουμε 
τώρα πριν περάσει η νύχτα και ξημερώσει, 
είπαν οι πυγολαμπίδες 
η Ράπιχα κι ο Αΐσα εμείς θα σε οδηγούμε μέσα στην νύχτα 
και πραγματικά όσο κουρασμένος και να ήταν 
ο γερο μάγος Ραφικ ανέβηκαν
πάνω στο μαγικό χαλί κι οι τρεις και ξεκίνησαν για την έρημο  
πέρασαν πάνω απ' την μαγική χώρα της Παλμύρας 
και κατευθύνθηκαν  
προς την βαθιά σκοτεινή έρημο τότε οι πυγολαμπίδες 
άρχισαν να πετούν χαμηλά, 
δίνοντας όλη την χρυσοπράσινη λάμψη τους, 
όλη την φωτεινή τους ενέργεια φωτίζοντας την αχανή έρημο 
για να μπορεί από ψηλά να βλέπει ο μάγος και πετούσαν, 
πετούσαν μέσα 
στα κύματα της ερήμου, μέσα στα βουνά, μέσα στην σιωπή 
ψάχνοντας  
τα χαμένα παιδάκια.
Περνούσαν οι ώρες, περνούσαν τα δευτερόλεπτα 
σαν αστραπή κι η αγωνία μεγάλωνε 
έπρεπε να τα βρουν τα παιδιά έλεγε.
Η Ραπίχα και ο Αΐσα φώτιζαν όλο και πιο δυνατά 
κι ήταν τόσο μαγικό  
να βλέπεις από μακρυά ένας καλός μάγος να πετά πάνω  
στο μαγικό περσικό χαλί του πάνω απ' την έρημο της Συρίας 
και ν' ακολουθεί δυο υπέροχες φωτεινές πυγολαμπίδες  , 
άρχισε μακριά να χαράζει ο ήλιος φωτεινός και καυτός 
σε λίγη ώρα θα έβγαινε και τότε όλοι θα ήταν 
αιχμάλωτοι της ερήμου 
και τα παιδιά τα μικρά παιδιά θα χανόταν για πάντα 
και τότε ναι τότε εκείνη την δύσκολη στιγμή 
οι πυγολαμπίδες 
είδαν μακριά μες στο χάραμα πάνω στην έρημο  
κάτι σαν ένα μικρο συννεφάκι.
Εκεί!!!Εκεί, φώναξαν στον μάγο και πέταξαν 
με την τελευταία δύναμη τους προς τα εκεί
κι όσο πλησίαζαν   
ξεχώρισαν τα μικρά παιδάκια που προχωρούσαν 
μέσα στην χρυσοκόκιτρινη έρημο. 
Τα μικρά παιδιά είδαν τον μάγο με το χάλι , 
ω χαρά άρχισαν να χαιρετάνε
άρχισαν να ελπίζουν και να γελάνε, ήταν δώδεκα παιδάκια  
ήταν δώδεκα μαθητές, του ορφανοτροφείου  
κι ο μάγος αμέσως τους έδωσε   
χαμόγελο, θάρρος,
έδωσε στα παιδιά  να πιούνε νερό κι αφού κάθισαν όλοι μαζί 
τους είπε ότι θα πρέπει να ευχαριστήσουν 
την Ράπιχα και τον Αϊσα που αγωνίσθηκαν 
τόσο να σωθούν.
Μα ποιοι είναι αυτοί είπαν τα παιδιά όλα μαζί , 
οι πυγολαμπίδες φίλοι μου
είπε ο μάγος και κοίταξε γύρω να τις δει 
μα δεν τις είδε πουθενά…
Η Ράπιχα και ο Αΐσα πετούσαν προς την δύση, 
ήταν πάνω ήδη απ' την μαγική υπέροχη  
πόλη της Παλμύρας και κατευθυνόταν χαρούμενοι 
χαμογελαστοί 
προς το σπίτι τους .
Στο δάσος πάνω στο δεντρό εκεί ανάμεσα στα φύλλα 
που τους περίμεναν 
οι δικοί τους γονείς κι ήταν τόσο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι   
ξέρετε εσείς πόσο  ...
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν δυο μαγικές πυγολαμπίδες 
η Ράπιχα και ο Αΐσα ...



ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ 


ΕΙΚΟΝΕΣ  ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ ΡΑΦΙΚ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ                                 Παραμύθι Κοίταξε , κοίταξε , εκεί ...