Τρίτη 12 Απριλίου 2016

ΠΡΟΚΛΗΣΗ

ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Πρόκληση     

Πρόκληση  είναι πρόκληση αυτή η άσπρη σελίδα 
απέναντι μου ,
είναι πρόκληση  το φως που χάνεται σιγά σιγά 
μέσα στη απογευματινή βροχή που μας αγκαλιάζει,
 παρέα με τα χαμηλά σύννεφα που σκορπούν θολά 
την υγρασία τους πάνω και μέσα στην ψυχή. 
Χάνεται το φως της μέρας και ανάβω την λάμπα 
με το πετρέλαιο,
 κανονίζω το φιτίλι να μην είναι πολύ μεγάλο  
και δεν πειράζει  ας λείπει το πολύ φως 
και ας είναι οι σκιές πιο μεγάλες ,
αρκεί  να φτάσει για σήμερα 
όλη την νύχτα η παρέα του φιτιλιού .
 Η παρέα του  μαζί με τις σκιές του
 που θα με κάνουν να σκεφτώ παραμύθια 
 να πλάσω ήρωες,
 να δω πολέμους και φαντάσματα από το παρελθόν
 και  μέσα σε μερικά φυσήματα του αγέρα καθώς θα περνά
 ανάμεσα από τα τέσσερα παράθυρα του σπιτιού, 
 μήπως και μπορώ να σκαλίσω εκεί μέσα στα κλάσματα του χρόνου
 κάποιες εικόνες από το μέλλον. 
 Γράφω    κρυμμένος πίσω από ένα παλιό τετράδιο ξεχασμένο
 μη χρησιμοποιημένο άχρηστο θα λεγα για άλλους, 
μα τόσο πολύτιμο για εμένα  με ξεθωριασμένο το χρώμα του 
 μα που στα χέρια μου οι  λευκές  του σελίδες, 
γεμίζουν με περιπέτειες ολόδροσα περιβόλια και με κήπους,
 μέσα σε ατέλειωτα λιβάδια  με  μαγεμένα δάση και με νεράιδες 
 μάγισσες και πριγκίπισσες όλες από άλλα παραμύθια,
 όλες από άλλες ιστορίες  και όλες από άλλα χρόνια,
 άλλους αιώνες μα τόσο ίδιες και τόσο διαφορετικές.  
 Φως χρώματα γέλια χαρά αισιοδοξία  
μα δεν είμαι στο ίδιο δωμάτιο ,
 πως όλα έχουν γίνει τόσο φωτεινά και περνάνε κοντά μου
 στέκονται δίπλα μου με χαιρετάνε και μ αγκαλιάζουν  
 μου μιλάνε  
 Πια ζωή είναι αυτή σε ποιο παραμύθι είμαι τώρα, 
πια ιστορία με παρασέρνει  σε χειμώνες και καλοκαίρια 
σε άνοιξες και θάλασσες σε ουρανούς και βυθούς
 σε λιβάδια και θύελλες σε έρωτες και τραγωδίες 
σε ιστορίες αρχαίες και νέες   
 και όλα αυτά , όλα αυτά ανταμώνονται εδώ δίπλα μαζί μου 
 σε ένα δωμάτιο. 
 Δάκρυα   θλιμμένες ιστορίες  άνθρωποι από  το παρελθόν 
που ονειρεύονται και αυτοί , παραμυθάδες και ποιητές 
που δίπλα μου  παρατάνε χαλασμένα μολύβια 
 δίπλα μου αφήνουν έργα ατελείωτα ζωγραφικής 
με χιλιάδες χρώματα,
 δίπλα χτίζουν χωριά και πόλεις με οράματα 
δίπλα μου στολίζουν με αγάλματα νίκες δίπλα μου ορθώνουν μνημεία
 που θα μας σημαδεύουν το μέλλον ,  
 και όλα αυτά δίπλα μου μέσα στο δωμάτιο.   
Σελίδες  πόσες σελίδες, πόση ώρα  άρχισα να κρυώνω πολύ
  το παλτό και η κουβέρτα  δεν αφήνουν να ζεσταθεί η φαντασία 
κι άλλο, έχασα τα χρώματα έχασα τις ιστορίες 
 πρέπει να ανάψω τα ξύλα στο παλιό τζάκι   
 μα πρέπει  να τα φέρω απ έξω  με τα προσανάμματα και μ ένα δαδί 
 να πάρω από την λάμπα που καιη μια φλόγα και να ζεσταθεί 
πάλι όλο το δωμάτιο.    
Γρήγορα όμως   γιατί άφησα πολλά στη μέση,    
άρχισε να χιονίζει έξω από το βουνό ακούγονται  
οι φωνές από ένα κοπάδι λύκων τα σύννεφα  ακόμη πιο βαριά  
 είναι  πλέον σαν μανδύας κατάλευκος που  πλέκει  
σιγά σιγά το χρώμα της γης άσπρο.
 Χιονίζει  σαν να φροντίζει ο ουρανός  να γεμίσει  την γη  με  ελπίδα  
 για το μέλλον με λευκές νύχτες  
για μια    ελπίδα φωτός,  
σταμάτησαν όλα τι ησυχία μέσα στο απαλό πέσιμο του χιονιού
 ακούγονται μόνο τα βήματα μου και τα ξύλα, 
που φορτώνω στην αγκαλιά μου   για να συνεχίσω 
την αστραφτερή νύχτα του δωματίου. 
 Ακόμη μερικές αχτίδες φωτός και ζεστασιάς προσθέτει 
 το αναμμένο πλέον τζάκι και εγώ βυθίζομαι πάλι στις σελίδες 
 μου στις  σκέψεις μου     και  στις ελπίδες 
ότι  θα μπορώ να αγκαλιάσω έναν άλλο κόσμο στο μέλλον,
 λέγοντας τα τόσο απλά πράγματα του σήμερα. 
Πρόκληση ναι πρόκληση  είναι αυτή η άσπρη σελίδα σήμερα 
 ένα καλό βιβλίο αύριο  πραγματικότητα ταξίδια ζωή  
μα τι λέω  ας γυρίσω πίσω εδώ  στην λάμπα και στο τζάκι 
 και ας αφήσω τις προκλήσεις  να είναι πίσω από το χαρτί 
  εγώ μπορώ να χαρώ τώρα  τις λευκές σελίδες με τις γραμμές 
 και  να πάω μόνο όπου  μ επιτρέπουν αυτές 
  στην νυχτερινή πρόκληση της ψυχής , 
 που  αφού επιλέξει  που θέλει, να ταξιδέψει  ποιο γρήγορα 
από οτιδήποτε 
στο παρελθόν η στο μέλλον !!!



ΠΟΙΗΣΗ ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΊΔΕΣ ΡΑΠΙΧΑ ΚΑΙ ΑΙΣΑ

ΟΙ ΠΥΓΟΛΑΜΠΊΔΕΣ  ΡΑΠΙΧΑ ΚΑΙ  ΑΙΣΑ 
8/4/2016       Παραμύθι

Μια φορά κι ένα καιρό στα πολύ παλιά χρόνια 
στην μακρινή Ανατολή, στην μαγική Ανατολή 
με τα ιπτάμενα χάλια
και τους παραμυθένιους τόπους με τις μαγικές χρυσές 
ερήμους και τους μουσώνες που αγκαλιάζουν 
όλη αυτήν την χρυσή γη
και τις υπέροχες παραλίες της, 
ζούσαν δυο αγαπημένα αδελφάκια πυγολαμπίδες 
ήταν η Ράπιχα κι ο Αΐσα.
Κάθε βράδυ εκεί που τέλειωνε η μέρα
εκεί που ο ήλιος πήγαινε να ξεκουραστεί κι άφηνε το σούρουπο 
και μετά την νύχτα να κατακτήσει τη φύση,
 εκεί που τα χρώματα από έντονα γινόταν χρυσοκόκκινα απαλά 
και χανόταν στους ορίζοντες, 
εκεί τότε ξυπνούσαν μες το υπέροχο σπίτι τους πάνω σ' ένα δέντρο, 
μέσα στα φύλλα, μια οικογένεια πυγολαμπίδες. 
Η μαμά Σαχάρ, ο μπαμπάς Ζτιαμίλ
και τα δυο αδελφάκια η Ράπιχα κι ο Αΐσα.
Ω τι χαρά μέσα στο σπιτάκι τους μέσα στο δάσος, ψηλά στο δέντρο
άναβαν ένα κεράκι και φωτιζόταν όλο το σπίτι με μια όμορφη φλόγα  
κι αφού βράδιαζε καλά κι άρχισαν να φαίνονται κι οι πυγολαμπίδες
χρυσοπράσινες με το μαγικό ουράνιο φως τους
έβγαιναν έξω να παίξουν πότε ανάμεσα στα φύλλα, 
πότε πετώντας μέσα στο νυχτερινό αεράκι και πότε πειράζοντας 
τα πουλιά της νύχτας, τις νεράϊδες και τα ξωτικά 
με το υπέροχο φως τους. 
Καμιά φορά βοηθούσαν και τους ταξιδιώτες 
όταν ήταν πολύ σκοτεινά, 
ή άτακτα παιδάκια που ξέμειναν το βράδυ αργά με τα παιχνίδια   
ή όταν είχε πολύ σκοτεινό ουρανό έτρεχαν και πετούσαν μπροστά
στα μαγικά χαλιά και τους οδηγούσαν 
σαν μικροί φάροι στην πορεία τους.
Τις ήξεραν όλοι αυτές τις υπέροχες πυγολαμπίδες 
κι έπαιζαν μαζί τους 
τις πρόσεχαν και τις είχαν εμπιστοσύνη, 
ειδικά όταν ήταν σε δύσκολα μέρη μέσα σε έρημους 
ή σε ποτάμια που 'χαν βάλτους και στάσιμα νερά 
που θα μπορούσαν να κολλήσουν εκεί και να χαθούν 
μέσα σε βούρκους .
Εκείνο το βράδυ, αφού αγνάντευαν όλο τον κόσμο 
απ' το παράθυρο τους 
η Ράπιχα κι ο Αΐσα είδαν ένα μάγο πάνω στο ιπτάμενο 
μαγικό χαλί του
να σταματά σ’ ένα άνοιγμα του δάσους, σ' ένα ξέφωτο 
εκεί κοντά τους.
Αμέσως πέταξαν και πήγαν κοντά, ήταν ο καλός μάγος Ραφίκ  
τον ρώτησαν που πήγαινε κι ο μάγος Ραφίκ τους είπε ότι έψαχνε 
ένα καραβάνι με μικρά παιδιά που πήγαινε μέσα απ' την έρημο 
σ’ ένα άλλο ορφανοτροφείο γιατί το δικό τους είχε καταστραφεί
απο μια θύελλα,   
μα τους έπιασαν άνεμοι δυνατοί και χάθηκαν πολλά παιδιά 
μόνα τους στην έρημο.
Το είπαν κάτι μαγικά πουλιά της Ανατολής
που ήρθαν κοντά του να τον παρακαλέσουν να τα βρει .
Έψαχνε όλη μέρα μα δεν τα βρήκε τα παιδιά μες την έρημο 
αν δεν τα έβρισκε και το βράδυ, την άλλη μέρα θα χάνονταν
απ’ την μεγάλη θερμοκρασία του ήλιου 
και την έλλειψη του νερού,
θα έκλειναν τα ματάκια τους, θα κοβόταν η αναπνοή τους,
θα τους σκέπαζε η ψιλή άμμος και δεν θα βρισκόταν ποτέ.
Πόσο στεναχωρημένος ήταν ο μάγος Ραφικ...
Εμείς εμείς θα σε βοηθήσουμε 
τώρα πριν περάσει η νύχτα και ξημερώσει, 
είπαν οι πυγολαμπίδες 
η Ράπιχα κι ο Αΐσα εμείς θα σε οδηγούμε μέσα στην νύχτα 
και πραγματικά όσο κουρασμένος και να ήταν 
ο γερο μάγος Ραφικ ανέβηκαν
πάνω στο μαγικό χαλί κι οι τρεις και ξεκίνησαν για την έρημο  
πέρασαν πάνω απ' την μαγική χώρα της Παλμύρας 
και κατευθύνθηκαν  
προς την βαθιά σκοτεινή έρημο τότε οι πυγολαμπίδες 
άρχισαν να πετούν χαμηλά, 
δίνοντας όλη την χρυσοπράσινη λάμψη τους, 
όλη την φωτεινή τους ενέργεια φωτίζοντας την αχανή έρημο 
για να μπορεί από ψηλά να βλέπει ο μάγος και πετούσαν, 
πετούσαν μέσα 
στα κύματα της ερήμου, μέσα στα βουνά, μέσα στην σιωπή 
ψάχνοντας  
τα χαμένα παιδάκια.
Περνούσαν οι ώρες, περνούσαν τα δευτερόλεπτα 
σαν αστραπή κι η αγωνία μεγάλωνε 
έπρεπε να τα βρουν τα παιδιά έλεγε.
Η Ραπίχα και ο Αΐσα φώτιζαν όλο και πιο δυνατά 
κι ήταν τόσο μαγικό  
να βλέπεις από μακρυά ένας καλός μάγος να πετά πάνω  
στο μαγικό περσικό χαλί του πάνω απ' την έρημο της Συρίας 
και ν' ακολουθεί δυο υπέροχες φωτεινές πυγολαμπίδες  , 
άρχισε μακριά να χαράζει ο ήλιος φωτεινός και καυτός 
σε λίγη ώρα θα έβγαινε και τότε όλοι θα ήταν 
αιχμάλωτοι της ερήμου 
και τα παιδιά τα μικρά παιδιά θα χανόταν για πάντα 
και τότε ναι τότε εκείνη την δύσκολη στιγμή 
οι πυγολαμπίδες 
είδαν μακριά μες στο χάραμα πάνω στην έρημο  
κάτι σαν ένα μικρο συννεφάκι.
Εκεί!!!Εκεί, φώναξαν στον μάγο και πέταξαν 
με την τελευταία δύναμη τους προς τα εκεί
κι όσο πλησίαζαν   
ξεχώρισαν τα μικρά παιδάκια που προχωρούσαν 
μέσα στην χρυσοκόκιτρινη έρημο. 
Τα μικρά παιδιά είδαν τον μάγο με το χάλι , 
ω χαρά άρχισαν να χαιρετάνε
άρχισαν να ελπίζουν και να γελάνε, ήταν δώδεκα παιδάκια  
ήταν δώδεκα μαθητές, του ορφανοτροφείου  
κι ο μάγος αμέσως τους έδωσε   
χαμόγελο, θάρρος,
έδωσε στα παιδιά  να πιούνε νερό κι αφού κάθισαν όλοι μαζί 
τους είπε ότι θα πρέπει να ευχαριστήσουν 
την Ράπιχα και τον Αϊσα που αγωνίσθηκαν 
τόσο να σωθούν.
Μα ποιοι είναι αυτοί είπαν τα παιδιά όλα μαζί , 
οι πυγολαμπίδες φίλοι μου
είπε ο μάγος και κοίταξε γύρω να τις δει 
μα δεν τις είδε πουθενά…
Η Ράπιχα και ο Αΐσα πετούσαν προς την δύση, 
ήταν πάνω ήδη απ' την μαγική υπέροχη  
πόλη της Παλμύρας και κατευθυνόταν χαρούμενοι 
χαμογελαστοί 
προς το σπίτι τους .
Στο δάσος πάνω στο δεντρό εκεί ανάμεσα στα φύλλα 
που τους περίμεναν 
οι δικοί τους γονείς κι ήταν τόσο χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι   
ξέρετε εσείς πόσο  ...
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν δυο μαγικές πυγολαμπίδες 
η Ράπιχα και ο Αΐσα ...



ΠΑΡΑΜΥΘΙ  ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ 


ΕΙΚΟΝΕΣ  ΜΑΝΤΑΛΕΝΑ ΡΑΦΙΚ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΩ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ                                 Παραμύθι Κοίταξε , κοίταξε , εκεί ...